Instant Problem Solver

Published in: on June 29, 2010 at 12:49 pm  Leave a Comment  
Tags: , ,

I Create Everything – Visualize Self Healing

I create everything in my life

I create healing and wholeness I choose piece, wellness is mine now

I enjoy restful nights of deep deep sleep

I sleep peacefully and I waking feeling refreshed

I remember my dreams

My dreams assist me in my self healing

I create and I live an amazing amazing life

I allow light to shine brightly in all areas that need self healing

The foods I eat are healthy and nutritious they increase my energy and my life force

The beverages I drink are healthy and nutritious

They increase my energy and my life force

I surround myself with healing energy each and every day

I am strong healthy and vital

I create healing and wholeness

I create everything in my life with joy

I create my abundant life right now

I so live an abundant and amazing life

I enjoy restful nights of deep sleep

I sleep peacefully and I waking feeling refreshed and ready to create my day

I create everything in my life

I create healing and wholeness

Published in: on June 29, 2010 at 8:38 am  Leave a Comment  
Tags: , ,

O Άνεμος (ινδιάνικο παραμύθι)

Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα.
Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο Άνεμος και του είπε:
“Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου?”
“Όχι” του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.
Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της,
“Πατέρα, αγαπάω τον Άνεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του?”
“Όχι”, της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. “Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο Άνεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του.”
Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα αδιaπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον Άνεμο.
“Ο Άνεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκοδάσος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα”, σκέφτηκε δυνατά.
Όμως ο Άνεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη.
Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο Άνεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ’ όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος.
Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακρυά τους.
Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά. Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την έκανε γυναίκα του.
Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας απο τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους.
Τότε ο Άνεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του Άνεμου που τον άφησε αναίσθητο.
Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει.
Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό.”Έλα μαζί μου,” άρχισε να της φωνάζει με απελπισία.
Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα. Ο Άνεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.
Ο Άνεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. “Ας αναποδογυρίσει”, σκέφτηκε. “Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά.” Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.
“Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου”, φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα. Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο Άνεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.
Όταν ο Άνεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει.
“Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα” έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στα αντισκηνά τους.
Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι.
Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.
Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της Άνεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος.
Ο Άνεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι …

Ο κύκλος της χαράς(Paulo Coehlio)

Κάποια μέρα ένας χωρικός χτύπησε δυνατά την πόρτα ενός μοναστηριού. Όταν ο αδελφός θυρωρός άνοιξε, εκείνος του έδωσε ένα θαυμάσιο τσαμπί σταφύλια.
– Αγαπητέ αδελφέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.
– Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
– Όχι! Για σένα τα έφερα.
– Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
– Ναί! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου,την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι’ αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: “θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του”.

Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: “Ο αδελφός μάγειρας μ’ έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί”.
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
“Είναι για σένα”, είπε ο άρρωστος αδελφός. “Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ’ επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ’ αυτό το δημιούργημα του Θεού”.
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα – αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ’ εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πρίν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
“Να το απολαύσεις”, είπε. “Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς”.
Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος.

Περί ελευθερίας και απόφασης ο λόγος….(Χόρχε Μπουκάϊ)

‘Ηταν κάποτε ένας ξυλουργός που ειδικευόταν στη συναρμολόγηση προκατασκευασμένων σπιτιών. Εργαζόταν για κάποιον επιχειρηματία, ο οποίος του προμήθευε έτοιμα τα ξύλα κι εκείνος τα μοντάριζε, στερέωνε τους αρμούς, έφτιαχνε το σπίτι και προετοίμαζε τις λεπτομέρειες.

Μια μέρα, αποφασίζει ο ξυλουργός ότι έχει δουλέψει αρκετά, κι είναι πια καιρός να ξεκουραστεί. Έτσι, πάει να μιλήσει στον επιχειρηματία και του λέει πως πήρε την απόφαση να βγει στη σύνταξη. Καθώς, όμως, του έμενε ακόμη να τελειώσει ένα σπίτι, τον ειδοποιεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία του δουλειά.

“Τι κρίμα !” λέει ο επιχειρηματίας, “είσαι καλός στη δουλειά σου….Δε θέλεις να δουλέψεις λίγο ακόμα;”

“Όχι, όχι. Η αλήθεια είναι πως έχω πολλά πράγματα να κάνω, θέλω και να ξεκουραστώ…”

“Πολύ καλά.”

Ο ξυλουργός τελειώνει το τελευταίο  σπίτι και πάει να αποχαιρετήσει τον επιχειρηματία, αλλά αυτός του λέει :

“Κοίτα, ήρθε μια παραγγελία της τελευταίας στιγμής, πρέπει να φτιάξεις ακόμη ένα σπίτι. Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη…Δεν θα έχεις τίποτε άλλο να κάνεις… Ασχολήσου αποκλειστικά με την κατασκευή του τελευταίου σπιτιού, πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι, αλλά σε παρακαλώ, ανάλαβε αυτήν την τελευταία δουλειά.”

Ο ξυλουργός, αν και θυμωμένος με την παραγγελία αυτή, αποφασίζει παρ’ όλα αυτά να την εκτελέσει και να φτιάξει το σπίτι όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να πάει μετά να ξεκουραστεί, όπως ήθελε πραγματικά. Τώρα πια δεν έχει τίποτε να διαφυλάξει, αφού θα σταματήσει τη δουλειά, τώρα πια δεν χρειάζεται να επιδιώκει την αναγνώριση των άλλων, τώρα δεν διακυβεύεται η φήμη του ούτε η αμοιβή του, τώρα δεν διακινδυνεύει τίποτε απολύτως, γιατί έχει τελειώσει την καριέρα του. Το μόνο που θέλει, είναι να τελειώσει το σπίτι γρήγορα.

Έτσι λοιπόν, συναρμολογεί τα ξύλα, τα στερεώνει χωρίς πολύ κέφι, χρησιμοποιεί υλικά πολύ χαμηλής ποιότητας για να μειώσει το κόστος, δεν τελειώνει τις λεπτομέρειες… Με λίγα λόγια, κάνει δουλειά πολύ κατώτερης αυτής που έκανε συνήθως. Τέλος, στα γρήγορα, ολοκληρώνει το σπίτι.

Οπότε, πάει στον επιχειρηματία κι εκείνος, έκπληκτος, του λέει:

“Τι; Το τελείωσες κιόλας;”

“Ναι, ναι, είναι έτοιμο!”

“Ωραία, πάρε… Βάλε την κλειδαριά, κλείδωσε και φέρε μου το κλειδί”

Πάει ο ξυλουργός, βάζει την κλειδαριά, κλειδώνει και επιστρέφει το κλειδί.

Μόλις παίρνει ο επιχειρηματίας το κλειδί, του το ξαναδίνει και λέει:

“Αυτό είναι το δώρο της εταιρείας για σένα….”

****************************************************************************************************************

Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε, όμως η ζωή που φτιάχνουμε καθημερινά είναι το σπίτι μέσα στο οποίο ζούμε. Και το χτίζουμε εμείς οι ίδιοι. Αν δεν θέλουμε, δεν δίνουμε μεγάλη σημασία στις πολυτέλειες, ή αν έχουν ολοκληρωθεί κάποιες λεπτομέρειες, ωστόσο, ας είμαστε προσεκτικοί στο πως θα το συναρμολογήσουμε. Πόση ενέργεια, πόσο ενδιαφέρον, πόση προσοχή, πόσες προφυλάξεις πήραμε ως εδώ φτιάχνοντας τη ζωή μας;

Τι καλά θα ήταν , αλήθεια, αν αρχίζαμε από δω και πέρα να είμαστε πιο προσεκτικοί με ό,τι φτιάχνουμε.

Υπάρχει βέβαια και ο εξωτερικός παράγοντας, ωστόσο, ας μην προσθέσουμε στα ενδεχόμενα αυτά που έρχονται απ’ έξω το ενδεχόμενο να μην έχουμε ασχοληθεί όσο και όπως έπρεπε με την κατασκευή αυτού του σπιτιού.

Γιατί, ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, η ζωή αυτή που δημιουργούμε είναι η ζωή που πρόκειται να ζήσουμε εμείς. Δεν φτιάχνουμε μια ζωή για τον γείτονα, φτιάχνουμε μια ζωή για μας του ίδιους.

Επομένως, αν κάποιος θεωρεί  ότι αξίζει, αν αγαπάει τον εαυτό του, γιατί να συμβιβαστεί με οτιδήποτε; Γιατί να λειτουργήσει σαν τον ξυλουργό της ιστορίας;

Αν έχεις συναίσθηση ότι σου αξίζει να ζεις καλύτερη ζωή… γιατί να μην φτιάξεις ένα καλύτερο σπίτι;

Είναι προφανές ότι όχι μόνο η ελευθερία υπάρχει, αλλά είναι και αναπόφευκτη.

Και κάτι ακόμα, είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι, γιατί η ελευθερία δεν είναι κάτι που μπορούμε να αποποιοηθούμε.

Μονίμως κάνουμε άσκηση της ελευθερίας. Η ελευθερία συνίσταται στο να είμαι σε θέση να επιλέγω ανάμεσα σε ό,τι είναι δυνατόν για μένα και να είμαι υπεύθυνος για την επιλογή μου. Επιλέγω σημαίνει, ότι φτιάχνω το δρόμο μου για να φτάσω στην κορυφή του βουνού που εγώ αποφασίζω ν’ ανέβω.

Ο Οκτάβιος Πας έλεγε : Η ελευθερία δεν είναι η πολιτική ιδέα, ούτε φιλοσοφική σκέψη, ούτε κοινωνικό κίνημα. Η ελευθερία είναι η μαγική στιγμή, την ώρα της απόφασης- επιλογής, ανάμεσα σε δύο μονοσύλλαβες λέξεις : ναι και όχι.