Η ιστορία ενός μολυβιού, του Paolo Coelho

Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
– Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
– Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
– Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
– Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε “Θεό” και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις πως ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη για αυτό, χρειάζεται  να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.

Published in: on March 12, 2010 at 3:26 pm  Comments (2)  

Το λιονταράκι, ο λύκος και τα πρόβατα….

‘Ενα λιονταράκι που από μικρό μεγάλωσε με πρόβατα, και θεωρούσε μια προβατίνα σαν μαμά του,  έτρωγε χορταράκι, τεμπέλιαζε και βασικά περνούσε μια ζωή χαρισάμενη.

Όταν μεγάλωσε βεβαια και έγινε ένα θηρίο νόμιζε ότι ήταν ακόμα ένα προβατάκι, ανέμελο, αδύναμο και ευτυχισμένο. Μέχρι που κάποτε ο κακός ο λύκος (πάντα υπάρχει και ένας τέτοιος στα παραμυθια, συμβολίζει το κακό), έκανε επίθεση στο κοπάδι και όλα τα προβατάκια φοβισμένα έτρεχαν να κρυφτούν ακόμα και το λιοντάρι!

Και εκεί που έτρεμε από φόβο διότι έτρεμαν και όλα τα αλλα πρόβατα, άκουσε τη μαμά του

(την προβατίνα που νόμιζε για μαμά του), να φωνάζει διότι την είχε πιάσει ο λύκος.

Και τότε το λιοντάρι σαν κάτι να έσπασε μέσα του μεταμορφώθηκε στον αληθινό του εαυτό, έβγαλε τέτοια κραυγή που ο λύκος έγινε άσπρος από τον φόβο του και έφυγε μακριά.

Από τότε το λιοντάρι συνέχιζει να ζει ευτυχισμένο μαζί με τα πρόβατα, προστατεύοντας τα.

Published in: on March 12, 2010 at 2:35 pm  Leave a Comment  

Ο Ερευνητής

Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή …
Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει όχι απαραιτήτως κάποιοις που βρίσκει.

Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση.

Μια μέρα, ο Ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.

Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.

Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει.

Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ’ εκείνο το μέρος.

Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.

Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.

Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι’ αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ’ τις πέτρες: Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες.

Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα.

Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ’ εκείνο το μέρος.

Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωποις ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε:Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες.

Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση.

Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος.

Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες.

Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού.

Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια …

Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει.

Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε.

Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή.

«Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. «Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ’ αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπου; και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά:»

Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:

«Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω …

»Οταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει:

Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε.

Στ’ αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση.

»Εστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή:»

»Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού … Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα;

»Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού;

»Και ο γάμος των φίλων;

»Και το ταξίδι που πάντα ήθελε;

»Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα;

»Πόσο κράτησε στ’ αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων;

»Ώρες; Μέρες;

Έτσι , συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε … Κάθε λεπτό.

»Οταν κάποιοιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιό του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ»

Published in: on March 12, 2010 at 2:25 pm  Leave a Comment  

ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΔΟΧΕΙΟ

Ψάχνοντας στα emails μου, ανακάλυψα αυτό το όμορφο κείμενο, το παραθέτω μαζί με την “υπογραφή” του μεταφραστή του…

Μια γριά κινέζα κουβαλούσε νερό με δύο μεγάλα δοχεία, κρεμασμένα από τους ώμους της.

Το ένα δοχείο ήταν άψογο και  μετέφερε πάντα όλη την ποσότητα νερού που έπαιρνε.

Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς διαδρομής από το ρυάκι στο σπίτι έφθανε μισοάδειο.

Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γριά κουβαλούσε καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.

Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί.

Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο που μόλις και μετά βίας μετέφερε τα μισά από αυτά που έπρεπε και ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.

Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή και αποφάσισε να μιλήσει στη γριά.

«Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη!»

«Μα γιατί;» ρώτησε η γριά.

«Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;»

«Ε, να ! Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα και εσύ!»

Η γριά χαμογέλασε:  «Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου;

Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα.»

«Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και εσύ τους πότιζες.

Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και στολίζω το τραπέζι μου.

Αν δεν ήσουν εσύ αυτή η ομορφιά δε θα λάμπρυνε το σπίτι μου!»

Βέβαια δεν ήταν η ατέλειά του δοχείου που το έκανε ξεχωριστό αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της γριάς να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την αδυναμία του.

Ο καθένας μας έχει τις «ρωγμές» του και τις «αδυναμίες» του που μπορούν να γίνουν χρήσιμες και να ομορφύνουν τη ζωή μας.

Κάθε «ρωγμή» μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα, αρκεί να βρει κάποιος την ομορφιά που μπορεί να δώσει η ατέλειά μας.

«Ραγισμένοι» φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά σας.

Αν ο καθένας μας μετέτρεπε σαν τη γριά τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο και όμορφο, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλλίτερος.

Διασκευή στα ελληνικά Βαρσάμης-Ρόδος Οκτ 2007

Published in: on March 12, 2010 at 11:29 am  Leave a Comment